- στεργοξύνευνος
- στεργοξύνευνος, ον,A loving one's consort, Lyc.935.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεργοξύνευνος — ον, Α αυτός που αγαπάει τη σύζυγό του ή αυτή που αγαπάει τον σύζυγό της. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέργω + ξύνευνος «σύζυγος»] … Dictionary of Greek
στεργοξυνεύνων — στεργοξύνευνος loving one s consort masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek